- ψύλλος
- ο, ΝΜΑείδος εντόμου που ζει παρασιτικά στους ανθρώπους και στα ζώανεοελλ.1. ζωολ. κοινή ονομασία τών μικροσκοπικών, άπτερων ολομετάβολων εντόμων τής τάξης σιφωνάπτερα2. φρ. α) «για ψύλλου πήδημα» — για ασήμαντη αφορμήβ) «ούτε ψύλλος στον κόρφο μου» — δεν θα ήθελα σε καμιά περίπτωση να είμαι στη θέση τουγ) «τού μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά» ή «άρχισαν να τόν τρώνε οι ψύλλοι» — άρχισε να υποψιάζεταιδ) «γυρεύει ψύλλους στ' άχυρα» — ματαιοπονείε) «καλλιγώνει τον ψύλλο» — είναι ικανότατοςαρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ παχὺ τὸ συνέχον τὸ τοῡ κάπρου αἰδοῑον»2. στον πληθ. οἱ Ψύλλοια) φύλο τής Αφρικής που ονομάστηκε έτσι από τον Ψύλλο, τον βασιλιά τους, και τού οποίου τα μέλη ήταν ξακουστοί γόητες φιδιώνβ) συνεκδ. επαγγελματίες θαυματοποιοί3. φρ. «ψύλλος θαλάσσιος» — ψύλλος που ζει στη θάλασσα (Κυραν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. ψύλλα* κατά τα αρσ. σε -ος).
Dictionary of Greek. 2013.